άλετρο

άλετρο
το
άροτρο, αλέτρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το αρχαίο ουσιαστικό ἄροτρον > τ. ἄρετρον (με τροπή τού -ο- σε -ε- λόγω τού -ρ-) > ἄλετρο(ν) με ανομοίωση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”